- εισαγγελία
- Θεσμός και κρατική αρχή, ανάμεσα στη διοίκηση και στην ποινική δικαιοσύνη. Ως θεσμός, είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων. Εμφανίστηκε τον 14o αι. στη Γαλλία και ολοκληρώθηκε στη σημερινή του μορφή, επίσης στη Γαλλία, το 1808, απ’ όπου την παρέλαβαν οι άλλες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Σκοπός της δημιουργίας του θεσμού υπήρξε η ανάγκη παρεμβολής εκπροσώπου της εκτελεστικής εξουσίας ανάμεσα στη διοίκηση και στη δικαιοσύνη και η υπεράσπιση των συμφερόντων της πρώτης. Η ε. έγινε έτσι μια κρατική αρχή, που βοηθά το έργο της δικαιοσύνης και συμμετέχει στην απονομή της, ασκώντας την ποινική δίωξη, παρακολουθώντας το έργο της ανάκρισης, εκφράζοντας τις απόψεις της με προτάσεις σε κάθε υπόθεση και σε όλα τα στάδιά της με διάφορους, ανάλογα με την περίπτωση, τρόπους, και εκτελώντας τις διάφορες πράξεις που απαιτούνται για την εκτέλεση των ποινών και τις άλλες συνέπειες μιας καταδίκης.
* * *η (Α εἰσαγγελία)νεοελλ.1. το αξίωμα τού εισαγγελέα2. το δημόσιο κατάστημα όπου εδρεύει ο εισαγγελέαςαρχ.1. αγγελία, άγγελμα, προκήρυξη2. δημόσια αναγγελία3. αναγγελία κάποιου σε κάποιον άλλο4. (στην Αθήνα) δημόσια κατηγορία, καταγγελία για σπουδαία αδικήματα εναντίον τής πόλης5. εισαγωγή στο δικαστήριο για αδίκημα κακώσεως ή κακής συμπεριφοράς προς τους γονείς ή τών επιτρόπων προς τα ορφανά6. εισαγωγή δίκης κατά διαιτητών.
Dictionary of Greek. 2013.